ἐπαίον — ἐπαΐον , ἐπαίω pres part act masc voc sg ἐπαΐον , ἐπαίω pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπαιον — παίω 1 strike imperf ind act 3rd pl παίω 1 strike imperf ind act 1st sg παίω 2 strike imperf ind act 3rd pl (attic) παίω 2 strike imperf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бити — БИ|ТИ (547), Ю, ѤТЬ гл. 1. Бити (что л.), въ (что л.), (чем л.) о (что л.) ударять, колотить, стучать: и мол˫ащас˫а и вельми плачющас˫а и главою часто о землю биюща. ЖФП XII, 45в; да аще не стѩжеши кротости тако ѥси ˫ако коузнець би˫а цатоу… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оминовенъ — (1*) пр. Понятный: не тако || ли, ѡ великы, печальнѣи намъ, что рекуть вамъ мнози, но что ѡминовено праведному и неправедному, ѥже ѥсть истина. (τὸ ἐπαΐον) ГА XIV1, 272–273 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… … Dictionary of Greek
παίω — και βοιωτ. τ. πήω (Α) 1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.) 2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.) 3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς … Dictionary of Greek
ραχίζω — ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α [ῥάχις] νεοελλ. (σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να τό αποτελειώσω μσν. αρχ. διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek